Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποάζω
ποασμός
ποάστρια
ποάστριον
ποδαβρός
ποδάγρα
ποδαγράω
ποδαγρικός
ποδαλγέω
ποδαλγής
ποδαλγία
Ποδαλείριος
ποδανιπτήρ
ποδάνιπτρον
ποδαπός
Ποδάργη
Πόδαργος
πόδαργος
Ποδάρκης
ποδαρκής
ποδάρκης
View word page
ποδαλγία
gout in the feet

ShortDef

gout in the feet

Debugging

Headword:
ποδαλγία
Headword (normalized):
ποδαλγία
Headword (normalized/stripped):
ποδαλγια
IDX:
70842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70843
Key:

Data

{'content': 'gout in the feet'}