Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεκπληξία
ἀνεκπλήρωτος
ἀνέκπλυτος
ἀνεκποίητος
ἀνεκπραξία
ἀνεκπύητος
ἀνεκπύρωτος
ἀνέκπυστος
ἀνέκσαρτος
ἀνεκτέος
ἀνεκτικός
ἀνέκτιτος
ἀνέκτομος
ἀνεκτός
ἀνεκτότης
ἀνέκτριπτος
ἀνέκφαντος
ἀνέκφευκτος
ἀνεκφοίτητος
ἀνέκφορος
ἀνέκφραστος
View word page
ἀνεκτικός
enduring, patient

ShortDef

enduring, patient

Debugging

Headword:
ἀνεκτικός
Headword (normalized):
ἀνεκτικός
Headword (normalized/stripped):
ανεκτικος
IDX:
7083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7084
Key:

Data

{'content': 'enduring, patient'}