Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πνοήπους
πνοιή
πνύξ
πόα
ποάζω
ποασμός
ποάστρια
ποάστριον
ποδαβρός
ποδάγρα
ποδαγράω
ποδαγρικός
ποδαλγέω
ποδαλγής
ποδαλγία
Ποδαλείριος
ποδανιπτήρ
ποδάνιπτρον
ποδαπός
Ποδάργη
Πόδαργος
View word page
ποδαγράω
to have gout in the feet

ShortDef

to have gout in the feet

Debugging

Headword:
ποδαγράω
Headword (normalized):
ποδαγράω
Headword (normalized/stripped):
ποδαγραω
IDX:
70838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70839
Key:

Data

{'content': 'to have gout in the feet'}