Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πνοά
πνοή
πνοήπους
πνοιή
πνύξ
πόα
ποάζω
ποασμός
ποάστρια
ποάστριον
ποδαβρός
ποδάγρα
ποδαγράω
ποδαγρικός
ποδαλγέω
ποδαλγής
ποδαλγία
Ποδαλείριος
ποδανιπτήρ
ποδάνιπτρον
ποδαπός
View word page
ποδαβρός
tenderfooted
ShortDef
tenderfooted
Debugging
Headword:
ποδαβρός
Headword (normalized):
ποδαβρός
Headword (normalized/stripped):
ποδαβρος
IDX:
70836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70837
Key:
Data
{'content': 'tenderfooted'}