Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πνῖξις
πνοά
πνοή
πνοήπους
πνοιή
πνύξ
πόα
ποάζω
ποασμός
ποάστρια
ποάστριον
ποδαβρός
ποδάγρα
ποδαγράω
ποδαγρικός
ποδαλγέω
ποδαλγής
ποδαλγία
Ποδαλείριος
ποδανιπτήρ
ποδάνιπτρον
View word page
ποάστριον
sickle for cutting grass

ShortDef

sickle for cutting grass

Debugging

Headword:
ποάστριον
Headword (normalized):
ποάστριον
Headword (normalized/stripped):
ποαστριον
IDX:
70835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70836
Key:

Data

{'content': 'sickle for cutting grass'}