Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πνικτός
πνίξ
πνῖξις
πνοά
πνοή
πνοήπους
πνοιή
πνύξ
πόα
ποάζω
ποασμός
ποάστρια
ποάστριον
ποδαβρός
ποδάγρα
ποδαγράω
ποδαγρικός
ποδαλγέω
ποδαλγής
ποδαλγία
Ποδαλείριος
View word page
ποασμός
weeding

ShortDef

weeding

Debugging

Headword:
ποασμός
Headword (normalized):
ποασμός
Headword (normalized/stripped):
ποασμος
IDX:
70833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70834
Key:

Data

{'content': 'weeding'}