Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πνικτήρ
πνικτός
πνίξ
πνῖξις
πνοά
πνοή
πνοήπους
πνοιή
πνύξ
πόα
ποάζω
ποασμός
ποάστρια
ποάστριον
ποδαβρός
ποδάγρα
ποδαγράω
ποδαγρικός
ποδαλγέω
ποδαλγής
ποδαλγία
View word page
ποάζω
produce grass
ShortDef
produce grass
Debugging
Headword:
ποάζω
Headword (normalized):
ποάζω
Headword (normalized/stripped):
ποαζω
IDX:
70832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70833
Key:
Data
{'content': 'produce grass'}