Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πνιγώδης
πνικτήρ
πνικτός
πνίξ
πνῖξις
πνοά
πνοή
πνοήπους
πνοιή
πνύξ
πόα
ποάζω
ποασμός
ποάστρια
ποάστριον
ποδαβρός
ποδάγρα
ποδαγράω
ποδαγρικός
ποδαλγέω
ποδαλγής
View word page
πόα
grass, herb
ShortDef
grass, herb
Debugging
Headword:
πόα
Headword (normalized):
πόα
Headword (normalized/stripped):
ποα
IDX:
70831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70832
Key:
Data
{'content': 'grass, herb'}