Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πνῖγος
πνίγω
πνιγώδης
πνικτήρ
πνικτός
πνίξ
πνῖξις
πνοά
πνοή
πνοήπους
πνοιή
πνύξ
πόα
ποάζω
ποασμός
ποάστρια
ποάστριον
ποδαβρός
ποδάγρα
ποδαγράω
ποδαγρικός
View word page
πνοιή
breathing, breath
ShortDef
breathing, breath
Debugging
Headword:
πνοιή
Headword (normalized):
πνοιή
Headword (normalized/stripped):
πνοιη
IDX:
70829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70830
Key:
Data
{'content': 'breathing, breath'}