Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πνιγμός
πνιγμώδης
πνῖγος
πνίγω
πνιγώδης
πνικτήρ
πνικτός
πνίξ
πνῖξις
πνοά
πνοή
πνοήπους
πνοιή
πνύξ
πόα
ποάζω
ποασμός
ποάστρια
ποάστριον
ποδαβρός
ποδάγρα
View word page
πνοή
a blowing, blast, breeze

ShortDef

a blowing, blast, breeze

Debugging

Headword:
πνοή
Headword (normalized):
πνοή
Headword (normalized/stripped):
πνοη
IDX:
70827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70828
Key:

Data

{'content': 'a blowing, blast, breeze'}