Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πνῖγμα
πνιγμός
πνιγμώδης
πνῖγος
πνίγω
πνιγώδης
πνικτήρ
πνικτός
πνίξ
πνῖξις
πνοά
πνοή
πνοήπους
πνοιή
πνύξ
πόα
ποάζω
ποασμός
ποάστρια
ποάστριον
ποδαβρός
View word page
πνοά
breath

ShortDef

breath

Debugging

Headword:
πνοά
Headword (normalized):
πνοά
Headword (normalized/stripped):
πνοα
IDX:
70826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70827
Key:

Data

{'content': 'breath'}