Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πνιγῖτις
πνῖγμα
πνιγμός
πνιγμώδης
πνῖγος
πνίγω
πνιγώδης
πνικτήρ
πνικτός
πνίξ
πνῖξις
πνοά
πνοή
πνοήπους
πνοιή
πνύξ
πόα
ποάζω
ποασμός
ποάστρια
ποάστριον
View word page
πνῖξις
stifling, smothering

ShortDef

stifling, smothering

Debugging

Headword:
πνῖξις
Headword (normalized):
πνῖξις
Headword (normalized/stripped):
πνιξις
IDX:
70825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70826
Key:

Data

{'content': 'stifling, smothering'}