Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πνιγηρός
πνιγῖτις
πνῖγμα
πνιγμός
πνιγμώδης
πνῖγος
πνίγω
πνιγώδης
πνικτήρ
πνικτός
πνίξ
πνῖξις
πνοά
πνοή
πνοήπους
πνοιή
πνύξ
πόα
ποάζω
ποασμός
ποάστρια
View word page
πνίξ
choking, suffocation

ShortDef

choking, suffocation

Debugging

Headword:
πνίξ
Headword (normalized):
πνίξ
Headword (normalized/stripped):
πνιξ
IDX:
70824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70825
Key:

Data

{'content': 'choking, suffocation'}