Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πνιγεύς
πνιγηρός
πνιγῖτις
πνῖγμα
πνιγμός
πνιγμώδης
πνῖγος
πνίγω
πνιγώδης
πνικτήρ
πνικτός
πνίξ
πνῖξις
πνοά
πνοή
πνοήπους
πνοιή
πνύξ
πόα
ποάζω
ποασμός
View word page
πνικτός
strangled

ShortDef

strangled

Debugging

Headword:
πνικτός
Headword (normalized):
πνικτός
Headword (normalized/stripped):
πνικτος
IDX:
70823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70824
Key:

Data

{'content': 'strangled'}