Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πνιγαλίων
πνιγεύς
πνιγηρός
πνιγῖτις
πνῖγμα
πνιγμός
πνιγμώδης
πνῖγος
πνίγω
πνιγώδης
πνικτήρ
πνικτός
πνίξ
πνῖξις
πνοά
πνοή
πνοήπους
πνοιή
πνύξ
πόα
ποάζω
View word page
πνικτήρ
choking

ShortDef

choking

Debugging

Headword:
πνικτήρ
Headword (normalized):
πνικτήρ
Headword (normalized/stripped):
πνικτηρ
IDX:
70822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70823
Key:

Data

{'content': 'choking'}