Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πνέω
πνιγαλίων
πνιγεύς
πνιγηρός
πνιγῖτις
πνῖγμα
πνιγμός
πνιγμώδης
πνῖγος
πνίγω
πνιγώδης
πνικτήρ
πνικτός
πνίξ
πνῖξις
πνοά
πνοή
πνοήπους
πνοιή
πνύξ
πόα
View word page
πνιγώδης
choking
ShortDef
choking
Debugging
Headword:
πνιγώδης
Headword (normalized):
πνιγώδης
Headword (normalized/stripped):
πνιγωδης
IDX:
70821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70822
Key:
Data
{'content': 'choking'}