Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πνευστικός
πνέω
πνιγαλίων
πνιγεύς
πνιγηρός
πνιγῖτις
πνῖγμα
πνιγμός
πνιγμώδης
πνῖγος
πνίγω
πνιγώδης
πνικτήρ
πνικτός
πνίξ
πνῖξις
πνοά
πνοή
πνοήπους
πνοιή
πνύξ
View word page
πνίγω
to choke, throttle, strangle
ShortDef
to choke, throttle, strangle
Debugging
Headword:
πνίγω
Headword (normalized):
πνίγω
Headword (normalized/stripped):
πνιγω
IDX:
70820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70821
Key:
Data
{'content': 'to choke, throttle, strangle'}