Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πνευστιάω
πνευστικός
πνέω
πνιγαλίων
πνιγεύς
πνιγηρός
πνιγῖτις
πνῖγμα
πνιγμός
πνιγμώδης
πνῖγος
πνίγω
πνιγώδης
πνικτήρ
πνικτός
πνίξ
πνῖξις
πνοά
πνοή
πνοήπους
πνοιή
View word page
πνῖγος
stifling heat

ShortDef

stifling heat

Debugging

Headword:
πνῖγος
Headword (normalized):
πνῖγος
Headword (normalized/stripped):
πνιγος
IDX:
70819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70820
Key:

Data

{'content': 'stifling heat'}