Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεκπίμπλημι
ἀνέκπληκτος
ἀνεκπληξία
ἀνεκπλήρωτος
ἀνέκπλυτος
ἀνεκποίητος
ἀνεκπραξία
ἀνεκπύητος
ἀνεκπύρωτος
ἀνέκπυστος
ἀνέκσαρτος
ἀνεκτέος
ἀνεκτικός
ἀνέκτιτος
ἀνέκτομος
ἀνεκτός
ἀνεκτότης
ἀνέκτριπτος
ἀνέκφαντος
ἀνέκφευκτος
ἀνεκφοίτητος
View word page
ἀνέκσαρτος
not skinned

ShortDef

not skinned

Debugging

Headword:
ἀνέκσαρτος
Headword (normalized):
ἀνέκσαρτος
Headword (normalized/stripped):
ανεκσαρτος
IDX:
7081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7082
Key:

Data

{'content': 'not skinned'}