Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πνεῦσις
πνευστιάω
πνευστικός
πνέω
πνιγαλίων
πνιγεύς
πνιγηρός
πνιγῖτις
πνῖγμα
πνιγμός
πνιγμώδης
πνῖγος
πνίγω
πνιγώδης
πνικτήρ
πνικτός
πνίξ
πνῖξις
πνοά
πνοή
πνοήπους
View word page
πνιγμώδης
choking

ShortDef

choking

Debugging

Headword:
πνιγμώδης
Headword (normalized):
πνιγμώδης
Headword (normalized/stripped):
πνιγμωδης
IDX:
70818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70819
Key:

Data

{'content': 'choking'}