Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πνευμόρρωξ
πνεῦσις
πνευστιάω
πνευστικός
πνέω
πνιγαλίων
πνιγεύς
πνιγηρός
πνιγῖτις
πνῖγμα
πνιγμός
πνιγμώδης
πνῖγος
πνίγω
πνιγώδης
πνικτήρ
πνικτός
πνίξ
πνῖξις
πνοά
πνοή
View word page
πνιγμός
a choking
ShortDef
a choking
Debugging
Headword:
πνιγμός
Headword (normalized):
πνιγμός
Headword (normalized/stripped):
πνιγμος
IDX:
70817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70818
Key:
Data
{'content': 'a choking'}