Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πνευμονικός
πνευμόρρωξ
πνεῦσις
πνευστιάω
πνευστικός
πνέω
πνιγαλίων
πνιγεύς
πνιγηρός
πνιγῖτις
πνῖγμα
πνιγμός
πνιγμώδης
πνῖγος
πνίγω
πνιγώδης
πνικτήρ
πνικτός
πνίξ
πνῖξις
πνοά
View word page
πνῖγμα
choking
ShortDef
choking
Debugging
Headword:
πνῖγμα
Headword (normalized):
πνῖγμα
Headword (normalized/stripped):
πνιγμα
IDX:
70816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70817
Key:
Data
{'content': 'choking'}