Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πνευμονίας
πνευμονικός
πνευμόρρωξ
πνεῦσις
πνευστιάω
πνευστικός
πνέω
πνιγαλίων
πνιγεύς
πνιγηρός
πνιγῖτις
πνῖγμα
πνιγμός
πνιγμώδης
πνῖγος
πνίγω
πνιγώδης
πνικτήρ
πνικτός
πνίξ
πνῖξις
View word page
πνιγῖτις
clay

ShortDef

clay

Debugging

Headword:
πνιγῖτις
Headword (normalized):
πνιγῖτις
Headword (normalized/stripped):
πνιγιτις
IDX:
70815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70816
Key:

Data

{'content': 'clay'}