Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πνευματωτικός
πνευμονίας
πνευμονικός
πνευμόρρωξ
πνεῦσις
πνευστιάω
πνευστικός
πνέω
πνιγαλίων
πνιγεύς
πνιγηρός
πνιγῖτις
πνῖγμα
πνιγμός
πνιγμώδης
πνῖγος
πνίγω
πνιγώδης
πνικτήρ
πνικτός
πνίξ
View word page
πνιγηρός
choking, stifling
ShortDef
choking, stifling
Debugging
Headword:
πνιγηρός
Headword (normalized):
πνιγηρός
Headword (normalized/stripped):
πνιγηρος
IDX:
70814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70815
Key:
Data
{'content': 'choking, stifling'}