Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πνευμάτωσις
πνευματωτικός
πνευμονίας
πνευμονικός
πνευμόρρωξ
πνεῦσις
πνευστιάω
πνευστικός
πνέω
πνιγαλίων
πνιγεύς
πνιγηρός
πνιγῖτις
πνῖγμα
πνιγμός
πνιγμώδης
πνῖγος
πνίγω
πνιγώδης
πνικτήρ
πνικτός
View word page
πνιγεύς
an oven

ShortDef

an oven

Debugging

Headword:
πνιγεύς
Headword (normalized):
πνιγεύς
Headword (normalized/stripped):
πνιγευς
IDX:
70813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70814
Key:

Data

{'content': 'an oven'}