Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πνευματόω
πνευματώδης
πνευμάτωσις
πνευματωτικός
πνευμονίας
πνευμονικός
πνευμόρρωξ
πνεῦσις
πνευστιάω
πνευστικός
πνέω
πνιγαλίων
πνιγεύς
πνιγηρός
πνιγῖτις
πνῖγμα
πνιγμός
πνιγμώδης
πνῖγος
πνίγω
πνιγώδης
View word page
πνέω
to blow

ShortDef

to blow

Debugging

Headword:
πνέω
Headword (normalized):
πνέω
Headword (normalized/stripped):
πνεω
IDX:
70811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70812
Key:

Data

{'content': 'to blow'}