Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πνευματοφόρος
πνευματόφως
πνευματόω
πνευματώδης
πνευμάτωσις
πνευματωτικός
πνευμονίας
πνευμονικός
πνευμόρρωξ
πνεῦσις
πνευστιάω
πνευστικός
πνέω
πνιγαλίων
πνιγεύς
πνιγηρός
πνιγῖτις
πνῖγμα
πνιγμός
πνιγμώδης
πνῖγος
View word page
πνευστιάω
to breathe hard, pant

ShortDef

to breathe hard, pant

Debugging

Headword:
πνευστιάω
Headword (normalized):
πνευστιάω
Headword (normalized/stripped):
πνευστιαω
IDX:
70809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70810
Key:

Data

{'content': 'to breathe hard, pant'}