Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πνευματοφορέομαι
πνευματοφόρος
πνευματόφως
πνευματόω
πνευματώδης
πνευμάτωσις
πνευματωτικός
πνευμονίας
πνευμονικός
πνευμόρρωξ
πνεῦσις
πνευστιάω
πνευστικός
πνέω
πνιγαλίων
πνιγεύς
πνιγηρός
πνιγῖτις
πνῖγμα
πνιγμός
πνιγμώδης
View word page
πνεῦσις
blowing

ShortDef

blowing

Debugging

Headword:
πνεῦσις
Headword (normalized):
πνεῦσις
Headword (normalized/stripped):
πνευσις
IDX:
70808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70809
Key:

Data

{'content': 'blowing'}