Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πνευματοποιός
πνευματόρροος
πνευματοφορέομαι
πνευματοφόρος
πνευματόφως
πνευματόω
πνευματώδης
πνευμάτωσις
πνευματωτικός
πνευμονίας
πνευμονικός
πνευμόρρωξ
πνεῦσις
πνευστιάω
πνευστικός
πνέω
πνιγαλίων
πνιγεύς
πνιγηρός
πνιγῖτις
πνῖγμα
View word page
πνευμονικός
of the lungs

ShortDef

of the lungs

Debugging

Headword:
πνευμονικός
Headword (normalized):
πνευμονικός
Headword (normalized/stripped):
πνευμονικος
IDX:
70806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70807
Key:

Data

{'content': 'of the lungs'}