Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πνευματοποιέω
πνευματοποιός
πνευματόρροος
πνευματοφορέομαι
πνευματοφόρος
πνευματόφως
πνευματόω
πνευματώδης
πνευμάτωσις
πνευματωτικός
πνευμονίας
πνευμονικός
πνευμόρρωξ
πνεῦσις
πνευστιάω
πνευστικός
πνέω
πνιγαλίων
πνιγεύς
πνιγηρός
πνιγῖτις
View word page
πνευμονίας
of the lungs

ShortDef

of the lungs

Debugging

Headword:
πνευμονίας
Headword (normalized):
πνευμονίας
Headword (normalized/stripped):
πνευμονιας
IDX:
70805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70806
Key:

Data

{'content': 'of the lungs'}