Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πνευματόμφαλος
πνευματοποιέω
πνευματοποιός
πνευματόρροος
πνευματοφορέομαι
πνευματοφόρος
πνευματόφως
πνευματόω
πνευματώδης
πνευμάτωσις
πνευματωτικός
πνευμονίας
πνευμονικός
πνευμόρρωξ
πνεῦσις
πνευστιάω
πνευστικός
πνέω
πνιγαλίων
πνιγεύς
πνιγηρός
View word page
πνευματωτικός
apt to cause flatulence

ShortDef

apt to cause flatulence

Debugging

Headword:
πνευματωτικός
Headword (normalized):
πνευματωτικός
Headword (normalized/stripped):
πνευματωτικος
IDX:
70804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70805
Key:

Data

{'content': 'apt to cause flatulence'}