Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πνευμάτιον
πνευμάτιος
πνευματισμός
πνευματοδώτης
πνευματοκήλη
πνευματόμφαλος
πνευματοποιέω
πνευματοποιός
πνευματόρροος
πνευματοφορέομαι
πνευματοφόρος
πνευματόφως
πνευματόω
πνευματώδης
πνευμάτωσις
πνευματωτικός
πνευμονίας
πνευμονικός
πνευμόρρωξ
πνεῦσις
πνευστιάω
View word page
πνευματοφόρος
bearing the spirit, inspired

ShortDef

bearing the spirit, inspired

Debugging

Headword:
πνευματοφόρος
Headword (normalized):
πνευματοφόρος
Headword (normalized/stripped):
πνευματοφορος
IDX:
70799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70800
Key:

Data

{'content': 'bearing the spirit, inspired'}