Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλωτάρχης
πλωτεύομαι
πλωτήρ
πλωτικός
πλωτίς
πλωτός
πνεῦμα
πνευματίας
πνευματίζω
πνευματικός
πνευμάτιον
πνευμάτιος
πνευματισμός
πνευματοδώτης
πνευματοκήλη
πνευματόμφαλος
πνευματοποιέω
πνευματοποιός
πνευματόρροος
πνευματοφορέομαι
πνευματοφόρος
View word page
πνευμάτιον
a little breath
ShortDef
a little breath
Debugging
Headword:
πνευμάτιον
Headword (normalized):
πνευμάτιον
Headword (normalized/stripped):
πνευματιον
IDX:
70789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70790
Key:
Data
{'content': 'a little breath'}