Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεκλόγιστος
ἀνέκλυτος
ἀνέκνιπτος
ἀνεκπίμπλημι
ἀνέκπληκτος
ἀνεκπληξία
ἀνεκπλήρωτος
ἀνέκπλυτος
ἀνεκποίητος
ἀνεκπραξία
ἀνεκπύητος
ἀνεκπύρωτος
ἀνέκπυστος
ἀνέκσαρτος
ἀνεκτέος
ἀνεκτικός
ἀνέκτιτος
ἀνέκτομος
ἀνεκτός
ἀνεκτότης
ἀνέκτριπτος
View word page
ἀνεκπύητος
not suppurating
ShortDef
not suppurating
Debugging
Headword:
ἀνεκπύητος
Headword (normalized):
ἀνεκπύητος
Headword (normalized/stripped):
ανεκπυητος
IDX:
7078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7079
Key:
Data
{'content': 'not suppurating'}