Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλώσιμος
πλωτάρχης
πλωτεύομαι
πλωτήρ
πλωτικός
πλωτίς
πλωτός
πνεῦμα
πνευματίας
πνευματίζω
πνευματικός
πνευμάτιον
πνευμάτιος
πνευματισμός
πνευματοδώτης
πνευματοκήλη
πνευματόμφαλος
πνευματοποιέω
πνευματοποιός
πνευματόρροος
πνευματοφορέομαι
View word page
πνευματικός
of spirit, spiritual

ShortDef

of spirit, spiritual

Debugging

Headword:
πνευματικός
Headword (normalized):
πνευματικός
Headword (normalized/stripped):
πνευματικος
IDX:
70788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70789
Key:

Data

{'content': 'of spirit, spiritual'}