Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλώϊμος
πλώϊσις
πλώς
πλώσιμος
πλωτάρχης
πλωτεύομαι
πλωτήρ
πλωτικός
πλωτίς
πλωτός
πνεῦμα
πνευματίας
πνευματίζω
πνευματικός
πνευμάτιον
πνευμάτιος
πνευματισμός
πνευματοδώτης
πνευματοκήλη
πνευματόμφαλος
πνευματοποιέω
View word page
πνεῦμα
a blowing
ShortDef
a blowing
Debugging
Headword:
πνεῦμα
Headword (normalized):
πνεῦμα
Headword (normalized/stripped):
πνευμα
IDX:
70785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70786
Key:
Data
{'content': 'a blowing'}