Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλυτός
πλωάς
πλωΐζω
πλώϊμος
πλώϊσις
πλώς
πλώσιμος
πλωτάρχης
πλωτεύομαι
πλωτήρ
πλωτικός
πλωτίς
πλωτός
πνεῦμα
πνευματίας
πνευματίζω
πνευματικός
πνευμάτιον
πνευμάτιος
πνευματισμός
πνευματοδώτης
View word page
πλωτικός
skilled in seamanship, a seaman

ShortDef

skilled in seamanship, a seaman

Debugging

Headword:
πλωτικός
Headword (normalized):
πλωτικός
Headword (normalized/stripped):
πλωτικος
IDX:
70782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70783
Key:

Data

{'content': 'skilled in seamanship, a seaman'}