Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλύσις
πλυτέον
πλυτός
πλωάς
πλωΐζω
πλώϊμος
πλώϊσις
πλώς
πλώσιμος
πλωτάρχης
πλωτεύομαι
πλωτήρ
πλωτικός
πλωτίς
πλωτός
πνεῦμα
πνευματίας
πνευματίζω
πνευματικός
πνευμάτιον
πνευμάτιος
View word page
πλωτεύομαι
to be navigated
ShortDef
to be navigated
Debugging
Headword:
πλωτεύομαι
Headword (normalized):
πλωτεύομαι
Headword (normalized/stripped):
πλωτευομαι
IDX:
70780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70781
Key:
Data
{'content': 'to be navigated'}