Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλύνω
πλύσιμον
πλύσις
πλυτέον
πλυτός
πλωάς
πλωΐζω
πλώϊμος
πλώϊσις
πλώς
πλώσιμος
πλωτάρχης
πλωτεύομαι
πλωτήρ
πλωτικός
πλωτίς
πλωτός
πνεῦμα
πνευματίας
πνευματίζω
πνευματικός
View word page
πλώσιμος
navigable
ShortDef
navigable
Debugging
Headword:
πλώσιμος
Headword (normalized):
πλώσιμος
Headword (normalized/stripped):
πλωσιμος
IDX:
70778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70779
Key:
Data
{'content': 'navigable'}