Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλυντήριος
πλύντης
πλυντικός
πλύντρια
πλυντρίς
πλύντρον
πλύνω
πλύσιμον
πλύσις
πλυτέον
πλυτός
πλωάς
πλωΐζω
πλώϊμος
πλώϊσις
πλώς
πλώσιμος
πλωτάρχης
πλωτεύομαι
πλωτήρ
πλωτικός
View word page
πλυτός
washed
ShortDef
washed
Debugging
Headword:
πλυτός
Headword (normalized):
πλυτός
Headword (normalized/stripped):
πλυτος
IDX:
70772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70773
Key:
Data
{'content': 'washed'}