Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλοώδης
πλύμα
πλυνός
Πλυντήρια
πλυντήριος
πλύντης
πλυντικός
πλύντρια
πλυντρίς
πλύντρον
πλύνω
πλύσιμον
πλύσις
πλυτέον
πλυτός
πλωάς
πλωΐζω
πλώϊμος
πλώϊσις
πλώς
πλώσιμος
View word page
πλύνω
to wash, clean

ShortDef

to wash, clean

Debugging

Headword:
πλύνω
Headword (normalized):
πλύνω
Headword (normalized/stripped):
πλυνω
IDX:
70768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70769
Key:

Data

{'content': 'to wash, clean'}