Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πλούτων
Πλουτώνιον
πλοχμός
πλοώδης
πλύμα
πλυνός
Πλυντήρια
πλυντήριος
πλύντης
πλυντικός
πλύντρια
πλυντρίς
πλύντρον
πλύνω
πλύσιμον
πλύσις
πλυτέον
πλυτός
πλωάς
πλωΐζω
πλώϊμος
View word page
πλύντρια
washerwoman
ShortDef
washerwoman
Debugging
Headword:
πλύντρια
Headword (normalized):
πλύντρια
Headword (normalized/stripped):
πλυντρια
IDX:
70765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70766
Key:
Data
{'content': 'washerwoman'}