Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλοῦτος2
πλουτοτραφής
πλουτοφόρος
πλουτόχθων
Πλουτώ
Πλούτων
Πλουτώνιον
πλοχμός
πλοώδης
πλύμα
πλυνός
Πλυντήρια
πλυντήριος
πλύντης
πλυντικός
πλύντρια
πλυντρίς
πλύντρον
πλύνω
πλύσιμον
πλύσις
View word page
πλυνός
a washing place; trough, basin

ShortDef

a washing place; trough, basin

Debugging

Headword:
πλυνός
Headword (normalized):
πλυνός
Headword (normalized/stripped):
πλυνος
IDX:
70760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70761
Key:

Data

{'content': 'a washing place; trough, basin'}