Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλοῦτος
πλοῦτος2
πλουτοτραφής
πλουτοφόρος
πλουτόχθων
Πλουτώ
Πλούτων
Πλουτώνιον
πλοχμός
πλοώδης
πλύμα
πλυνός
Πλυντήρια
πλυντήριος
πλύντης
πλυντικός
πλύντρια
πλυντρίς
πλύντρον
πλύνω
πλύσιμον
View word page
πλύμα
water in which something has been washed

ShortDef

water in which something has been washed

Debugging

Headword:
πλύμα
Headword (normalized):
πλύμα
Headword (normalized/stripped):
πλυμα
IDX:
70759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70760
Key:

Data

{'content': 'water in which something has been washed'}