Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλουτιστήριος
πλουτιστής
πλουτογαθής
πλουτοδοτέω
πλουτοδότης
πλουτοκρατέομαι
πλουτοκρατία
πλουτοποιός
Πλοῦτος
πλοῦτος
πλοῦτος2
πλουτοτραφής
πλουτοφόρος
πλουτόχθων
Πλουτώ
Πλούτων
Πλουτώνιον
πλοχμός
πλοώδης
πλύμα
πλυνός
View word page
πλοῦτος2
wealth (neut.)
ShortDef
Wealth
wealth, riches
wealth (neut.)
Debugging
Headword:
πλοῦτος2
Headword (normalized):
πλοῦτος
Headword (normalized/stripped):
πλουτος2
IDX:
70750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70751
Key:
Data
{'content': 'wealth (neut.)'}