Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλουτισμός
πλουτιστήριος
πλουτιστής
πλουτογαθής
πλουτοδοτέω
πλουτοδότης
πλουτοκρατέομαι
πλουτοκρατία
πλουτοποιός
Πλοῦτος
πλοῦτος
πλοῦτος2
πλουτοτραφής
πλουτοφόρος
πλουτόχθων
Πλουτώ
Πλούτων
Πλουτώνιον
πλοχμός
πλοώδης
πλύμα
View word page
πλοῦτος
wealth, riches

ShortDef

Wealth
wealth, riches
wealth (neut.)

Debugging

Headword:
πλοῦτος
Headword (normalized):
πλοῦτος
Headword (normalized/stripped):
πλουτος
IDX:
70749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70750
Key:

Data

{'content': 'wealth, riches'}