Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνέκκριτος
ἀνεκλάλητος
ἀνέκλειπτος
ἀνέκλεκτος
ἀνεκλόγιστος
ἀνέκλυτος
ἀνέκνιπτος
ἀνεκπίμπλημι
ἀνέκπληκτος
ἀνεκπληξία
ἀνεκπλήρωτος
ἀνέκπλυτος
ἀνεκποίητος
ἀνεκπραξία
ἀνεκπύητος
ἀνεκπύρωτος
ἀνέκπυστος
ἀνέκσαρτος
ἀνεκτέος
ἀνεκτικός
ἀνέκτιτος
View word page
ἀνεκπλήρωτος
incapable of fulfilment

ShortDef

incapable of fulfilment

Debugging

Headword:
ἀνεκπλήρωτος
Headword (normalized):
ἀνεκπλήρωτος
Headword (normalized/stripped):
ανεκπληρωτος
IDX:
7074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7075
Key:

Data

{'content': 'incapable of fulfilment'}