Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλουτίνδην
πλουτισμός
πλουτιστήριος
πλουτιστής
πλουτογαθής
πλουτοδοτέω
πλουτοδότης
πλουτοκρατέομαι
πλουτοκρατία
πλουτοποιός
Πλοῦτος
πλοῦτος
πλοῦτος2
πλουτοτραφής
πλουτοφόρος
πλουτόχθων
Πλουτώ
Πλούτων
Πλουτώνιον
πλοχμός
πλοώδης
View word page
Πλοῦτος
Wealth

ShortDef

Wealth
wealth, riches
wealth (neut.)

Debugging

Headword:
Πλοῦτος
Headword (normalized):
πλοῦτος
Headword (normalized/stripped):
πλουτος
IDX:
70748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70749
Key:

Data

{'content': 'Wealth'}