Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλουτητέον
πλουτητέος
πλουτίζω
πλουτίνδην
πλουτισμός
πλουτιστήριος
πλουτιστής
πλουτογαθής
πλουτοδοτέω
πλουτοδότης
πλουτοκρατέομαι
πλουτοκρατία
πλουτοποιός
Πλοῦτος
πλοῦτος
πλοῦτος2
πλουτοτραφής
πλουτοφόρος
πλουτόχθων
Πλουτώ
Πλούτων
View word page
πλουτοκρατέομαι
to be in a state governed by the wealthy
ShortDef
to be in a state governed by the wealthy
Debugging
Headword:
πλουτοκρατέομαι
Headword (normalized):
πλουτοκρατέομαι
Headword (normalized/stripped):
πλουτοκρατεομαι
IDX:
70745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70746
Key:
Data
{'content': 'to be in a state governed by the wealthy'}