Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλουτέω
πλουτηρός
πλουτητέον
πλουτητέος
πλουτίζω
πλουτίνδην
πλουτισμός
πλουτιστήριος
πλουτιστής
πλουτογαθής
πλουτοδοτέω
πλουτοδότης
πλουτοκρατέομαι
πλουτοκρατία
πλουτοποιός
Πλοῦτος
πλοῦτος
πλοῦτος2
πλουτοτραφής
πλουτοφόρος
πλουτόχθων
View word page
πλουτοδοτέω
enrich
ShortDef
enrich
Debugging
Headword:
πλουτοδοτέω
Headword (normalized):
πλουτοδοτέω
Headword (normalized/stripped):
πλουτοδοτεω
IDX:
70743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70744
Key:
Data
{'content': 'enrich'}